σμάλτωση

σμάλτωση
η
σμάλτωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμάλτωση — η, Ν [σμαλτώνω] Ν 1. επίχριση μιας επιφάνειας με σμάλτο, εφυάλωση 2. επικάλυψη κεραμεικού ή μεταλλικού αντικειμένου με σμάλτο 3. φρ. «σμάλτωση ηλεκτρικού αγωγού» μόνωση ηλεκτρικού αγωγού, που επιτυγχάνεται με εναπόθεση λεπτού στρώματος σμάλτου,… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτωμα — το, Ν [σμαλτώνω] επίχριση με σμάλτο, σμάλτωση, εφυάλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”